Skip to main content

Κώστας Μουρσελας "ΒΑΜΜΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΜΑΛΛΙΑ". Κάποιες σκέψεις σχετικά με ένα από τα πιο ανατρεπτικά μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Το μυθιστόρημα Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά του αείμνηστου πλέον θεατρικού συγγραφέα και μυθιστοριογράφου, Κώστα Μουρσελά, αποτέλεσε ένα από τα πιο ανατρεπτικά και περίπλοκα δείγματα γραφής της νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής της νεότερης Ελλάδας.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με την κατεδάφιση του Τείχους του Βερολίνου, συμβόλου του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και την κατάρρευση των κρατών του υπαρκτού σοσιαλισμού, καθώς και τις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές μεταβολές, που εξελίσσονται σε ευρύ φάσμα και με ταχύτατους ρυθμούς σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, ο Κώστας Μουρσελάς επιλέγει να αναβιώσει με πολύ ευφυή τρόπο μια άλλη Ελλάδα.

Η Ελλάδα της δεκαετίας ’50-’60 αναβιώνει μέσα από τους εξήντα οχτώ χαρακτήρες του μυθιστορήματός του, παρουσιάζοντας με έναν γλαφυρό τρόπο τις ομοιότητες των διαφορετικών δεκαετιών και κατά συνέπεια, κάποιους διαχρονικούς προβληματισμούς του ανθρώπου, που δεν απαντώνται -ούτε επιλύονται- παρά το πέρασμα του χρόνου και των ραγδαίων μεταβολών.

Μέσα από την πληθώρα των χαρακτήρων του, που ο καθένας παρουσιάζει τη δική του πληρότητα παρόλο που αναπόφευκτα δεν μπορούν να έχουν όλοι τον ίδιο καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης, ξεχωρίζουν δύο: ο Κωνσταντής Μανολόπουλος και ο ξάδελφός του, Εμμανουήλ Ρετσίνας ή Λούης, παρωνύμιο που έδωσε ο ίδιος στον εαυτό του, γιατί ήξερε να φεύγει την κατάλληλη στιγμή, δηλαδή να διαφεύγει από τις δυσκολίες και τα εμπόδια, χωρίς να τα αντιμετωπίζει. Έτσι, μεταλαμπαδεύεται η γενικότερη νοοτροπία της εποχής, η φυγοπονία του Έλληνα παρά την ευφυία του και τον δυναμισμό του.

Γενικότερα, παρατηρείται ότι οι δύο αυτοί χαρακτήρες είναι διαμετρικά αντίθετοι. Εντούτοις, η αντίθεσή τους αυτή συντελεί στην αλληλοσυμπλήρωσή τους, καθώς ο Κωνσταντής είναι ο συντηρητικός και φοβισμένος άνθρωπος, που συμβιβάζεται αναγκαστικά και από φόβο σε κάθε παραδεδομένη από την κοινωνία αλήθεια και αξία. Από την άλλη πλευρά, ο Λούης αντιπροσωπεύει έναν μποέμ τύπο ανθρώπου, που ζει με υπερβολή και παθιασμένα συναισθήματα, αγαπά τις ακρότητες και την υπέρβαση του μέτρου, είναι μια κατεξοχήν διονυσιακή ψυχή. Εντούτοις, ο παρασιτισμός του εις βάρος άλλων αποτελεί ένα ακόμη χαρακτηριστικό του Έλληνα της εποχής.

Μάλιστα, το ότι το σχεδόν είναι το χαρακτηριστικό επίρρημα της περιγραφής του, όπως αναφέρεται εξ αρχής από τον πρωτο-πρόσωπο και δραματοποιημένο αφηγητή του κειμένου, μαρτυρά ακριβώς αυτήν την παρασιτική, αν και περίπλοκη φύση του. Και οι δύο ήρωες πάντως, βιώνουν ποικίλες καταστάσεις, εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις, με αποτέλεσμα η ατέρμονη αυτή πάλη τόσο με το περιβάλλον τους όσο και με τον εαυτό τους να οδηγεί τον καθέναν στη δική του αυτοπραγμάτωση αν και μέσα από έναν κοινό δρόμο.

Οι εναλλαγές του αφηγηματικού χρόνου (αφηγηματικό παρόν και παρελθόν) σε συνδυασμό με την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από τον Κωνσταντή Μανολόπουλο συγκροτούν τις βασικές αφηγηματικές τεχνικές του κειμένου και αναδεικνύουν την ηθική ποιότητα των δύο πρωταγωνιστικών προσώπων, αλλά και τις συγκρούσεις τους και εν γένει, τις σχέσεις τους με τους υπόλοιπους, δευτερεύοντες (πλην σημαντικούς) χαρακτήρες. Στο πλαίσιο των αφηγηματικών τεχνικών εντάσσεται και η χρήση του διαλόγου ή μάλλον, του ευθέως λόγου (η λεγόμενη, μίμηση) στην παρουσίαση των απόψεων ή αντιδράσεων του Λούη.

Ο ευθύς λόγος αναδεικνύει με γλαφυρότητα την ιδιοσυγκρασία του, διασαφηνίζοντάς έτσι τη γενικότερη φιλοσοφία ζωής που είχε συνειδητά επιλέξει να διαμορφώσει και να ζήσει. Επιπλέον, η λειτουργικότητά του έγκειται και στο ότι διακόπτει τη μονοτονία της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και της αναπόφευκτα περιορισμένης οπτικής γωνίας του αφηγητή (εσωτερική εστίαση), ως μέλους της υπόθεσης.

Η αμεσότητα και η παραστατικότητα (θεατρικότητα) του κειμένου μαρτυρείται και από την ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας. Γενικά, η επιμελημένη δημοτική (καθομιλουμένη) είναι η λογοτεχνική διάλεκτος του συγγραφέα. Εντούτοις, η αργκό και η λαϊκή γλώσσα επιστρατεύονται στον ευθύ λόγο του Λούη αναδεικνύοντας με ακόμη μεγαλύτερη δραματικότητα αυτόν τον χαρακτήρα.

Κάθε πρόσωπο του έργου αποτελεί μια τραγική φιγούρα, έναν ήρωα που διαφωνεί και αντιπαλεύει με τον εαυτό του, τις προσωπικές του αξίες και ιδεολογίες, αλλά και την κοινωνική επιβολή και υποκρισία. Στο τέλος, ο καθένας λαμβάνει τη θέση του στον κόσμο, όπως το επιλέγει και με το τίμημα που αποφασίζει να καταβάλει. Με αυτόν τον τρόπο άλλωστε, οδηγείται στην ολοκλήρωση και την ωριμότητα.

Το ίδιο συμβαίνει και με τους πρωταγωνιστές. Ειδικά με τον Μανολόπουλο (και πρωτο-πρόσωπο, δραματοποιημένο αφηγητή της ιστορίας, βλ. ανωτέρω), η αυτοπραγμάτωση επέρχεται μέσα από την επαφή του με τον Λούη και τα ανάμεικτα συναισθήματα που αυτή του προκαλούσε. Ο πρωταγωνιστής εκπληρώνει τη βαθύτερη επιθυμία του παρόλο που ήταν ένας δειλός χαρακτήρας και άκρως συμβατικός με τις αυστηρές και αναπόδεικτες κοινωνικές επιταγές.

Έτσι, θα λέγαμε ότι ο Λούης άσκησε μια εξαιρετική επιρροή στην πορεία διαμόρφωσης του εσωτερικού του κόσμου, λειτουργώντας ως το alter ego του. Ίσως λοιπόν, να πρόκειται για έναν και μοναδικό ήρωα με δύο διαφορετικές όψεις, οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος: ενός ανθρώπου που φαίνεται συμβιβασμένος με το κοινωνικό κατεστημένο, αλλά στην πραγματικότητα, κρύβει μια ενδόμυχη δύναμη, που μπορεί να τον οδηγήσει στην επαναστατική ολοκλήρωση.

Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ...

Article by: Αθηνά Μαλαπάνη, Φιλόλογος, Υποψήφια Διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Αθηνών και Σορβόννης.